Εγώ σχημάτισα άλλη άποψη. Η Λάικα με δασκάλεψε για την αξία, την πολιτιστική, την ιστορική, την κοινωνική, και πάνω απ ‘όλα την προσωπική, την ψυχική, αυτών των καταπληκτικών μικρών σκύλων: τους βρήκα στα μουσεία, τους βρήκα παντού στην Ελλάδα όπου ταξίδεψα. Τους βρήκα στα βιβλία, στις έρευνες τις επιστημονικές. Κατάφεραν να επιβιώσουν λοιπόν, για χιλιετίες, παρά τις κακουχίες, πείνα, πολέμους, κατοχές, ανέχεια, κακομεταχείρηση. Η ψυχάρα τους συγκρίνεται μόνο με την εξυπνάδα και το κουράγιο τους. Έβαλα τα δυνατά μου να ξεστραβωθώ από την άγνοια, να τα σπουδάσω στα σοβαρά, να τα μελετήσω, να τα καταλάβω, να τα τιμήσω. Το χρωστάω στη Λάικα, και σ’ όλα εκείνα τα περιφρονημένα σκυλιά που σαν αυτήν, μας δώσανε την ψυχή τους.
Σήμερα, η Αλωπεκίδα αντιμετωπίζει έναν ακόμη αγώνα, πολύ πιο δύσκολο και άνισο: η πατρίδα τους έχει αλλάξει και έχει γίνει μικρότερη. Τ’ αυτοκίνητα έχουν μειώσει τις αποστάσεις, φέραν μαζί τους εισαγόμενα γούστα, μόδες και αντιλήψεις αστυφιλικές. Ο παραδοσιακός τους χώρος υφίσταται άλλου είδους εισβολή, οι μαζικές συλλήψεις και στειρώσεις των παραδοσιακών χωριατόσκυλων έχουν φτάσει και στην τελευταία γωνιά της ελληνικής γης.
Και όμως, νομίζω, θα ήθελα να πιστεύω πως ίσως, αν ο σκύλος σαν είδος είναι τελικά να έχει μέλλον δίπλα μας, μαζί μας, στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, που δοκιμάζεται η ανθρωπότητα κι’ όλα τα έμβια της γης, η ικανότητα του ίδιου του πλανήτη να μας αντέξει, αυτά τα σκληροτράχηλα μικρά αγριολούλουδα έχουν αποδείξει τις αρετές που χρειάζονται για την επιβίωση και με το παραπάνω.