Ελληνικοί Αγριοχοιροθήρες (γουρουνόσκυλα)
Η θεωρία της Μαγείας του Κυνηγιού προτείνει ότι η δεισιδαιμονίες, η ιεροτελεστία και οι προλήψεις που αναπτύχθηκαν γύρω από το κυνήγι αποτέλεσαν τη βάση της θρησκείας. Η Υπόθεση της Θήρας στην παλαιοανθρωπολογία, προβάλλει την άποψη πως κύρια ώθηση της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους ήταν το κυνήγι, που μέσω της καταδίωξης γρήγορων θηραμάτων ευνόησε την βάδιση των προγόνων του homo sapiens στα δύο πόδια, καθώς και την ανάπτυξη σχετικής τεχνολογίας, δηλαδή την εφεύρεση εργαλείων που βελτίωναν την επιτυχία της θήρευσης. Μια παράλληλη υπόθεση εξηγεί την ανάπτυξη του ανθρώπινου λόγου και της γλώσσας σαν αποτέλεσμα της ανάγκης για επικοινωνία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών μεταξύ τους αλλά και με τους σκύλους.
Η ιεροτελεστία, οι δοξασίες, οι μαγικές προλήψεις, η μεταφυσική και η μυθολογία του κυνηγιού είναι εκφράσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας που συνοδεύουν μια ακατάπαυστη διαδικασία η οποία συνεχίζεται ως σήμερα. Και ένα μικρό αλλά διακριτό τμήμα της είναι η συνήθεια των κυνηγών (ίσως προληπτική, ίσως “μαγική”-φαντασιακή σε προέλευση δεισιδαιμονία, σίγουρα σε ένα βαθμό πρακτική συνήθεια αλλά και βασισμένη στην παρερμηνεία κάποιων κοινών χαρακτηριστικών που μοιράζονται τα άγρια αρπακτικά με θηράματά τους) να κυνηγιέται το όμοιο με το όμοιο. Ακριβώς όπως σε κάποιες προϊστορικές βραχογραφίες βλέπουμε τον κυνηγό – σαμάνο να μεταμφιέζεται για να μιμηθεί το θήραμα και να το παγιδεύσει, φορώντας τα κέρατα των ελαφιών που καταδιώκει.
Έτσι, από τα αρχαία χρόνια βλέπουμε ότι προτιμιέται το κυνήγι του οξύτριχου αγριόχοιρου να γίνεται με επίσης οξύτριχους σκύλους. Σήμερα βέβαια πολλοί Έλληνες κυνηγοί αγριογούρουνων έχουν την πολυτέλεια να αγοράζουν και να εισάγουν ξένα κυνηγόσκυλα, απογόνους και συγγενείς των ελληνικών πολλά από αυτά, όπως τα Βουλγαροβοσνιοσέρβικα “μπαράκ”: για τον αστό κυνηγό του σαββατοκύριακου που προτιμάει το σύντομο αποτέλεσμα και απλά εργαλειοποιεί το σκύλο, είναι πολύ πιο εύκολο, γρήγορο και φτηνό σε τελική ανάλυση, να πάρει κάτι έτοιμο, ένα τυποποιημένο και ανακυκλώσιμο προϊόν, που ούτε εκτρέφει ούτε εκπαιδεύει ο ίδιος.
Δεν προέχουν σαν στόχοι της εμπορικής – χρηστικής κυνοφιλίας ούτε και των αστών κυνηγών η διατήρηση της βιοποικιλλότητας, η προστασία του περιβάλλοντος και των παραδοσιακών σκύλων της υπαίθρου, γιατί δεν υπάρχει πια η ίδια τοπική σύνδεση, αλληλεπίδραση, αλληλεξάρτηση και συνεξέλιξη. Παλιότερα το κυνήγι δεν ήταν διέξοδος από την τσιμεντούπολη και ασχολία ελεύθερου χρόνου, αλλά βασική πηγή τροφής και ανάγκη επιβίωσης. Κάθε χρήσιμος σκύλος ήταν σεβαστός και πολύτιμος για την κοινότητα, κάθε τοπική κοινωνία λόγω ανάγκης καλλιεργούσε τα αξιόπιστα και δοκιμασμένα ντόπια σκυλιά που εμπιστευόταν γιατί είχαν προσαρμοστεί ιδανικά στον τόπο από φυσική επιλογή.
Τα γουρουνόσκυλα της παιδικής μου ηλικίας, ξακουστά σε όλη την Ελλάδα, ήταν ιδιαίτερα, τραχιά, εργονομικά σκυλιά με μεγάλες αντοχές, θάρρος και πονηριά, χωρίς καμμιά μορφολογική υπερβολή και με τρίχωμα μέσης πυκνότητας και μήκους. Σήμερα, τα γνήσια που απόμειναν, είναι εύκολο να τα ξεχωρίσετε, και από τα ξένα αλλά και από τα ξαδέρφια τους, τους Γρύφους: τα αυτιά τους είναι πολύ μικρότερα, επομένως και πολύ λειτουργικότερα, από το μακρύ κρεμαστό αυτί άλλων σκύλων που απλώς βρίσκουν, γιατί τα ελληνικά ήταν πάντα πολυτάλαντοι σκύλοι, ανιχνευτές, διώκτες, και πιάστες, αλλά και φύλακες στο σπίτι. Ο φτωχός λαός θέλει ένα σκύλο για όλες τις δουλειές. Το κεφάλι τους είναι δυνατό αλλά όχι βαρύ, χωρίς νάναι εκλεπτυσμένο, ο μεσόμορφος σκελετός τους ιδανικός για πολύωρο ψάξιμο σε κάθε μορφή εδάφους, ο μανδύας τους παντός καιρού και όχι υπερβολικός, το μέγεθός τους μέτριο (55-65 εκ) – γιατί αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ιδανικά στα γουρνοτόπια, το ύπαιθρο και το κλίμα της Ελλάδας.
Τα γουρουνόσκυλα εξελίχτηκαν παράλληλα με τους λαγωνικούς και τους ιχνηλάτες του ελλαδικού χώρου, ήδη από την προελλαδική και πρωτοελλαδική εποχή του αιγαιακού και μυκηναϊκού πολιτισμού. Από τα Βαλκάνια εξαπλώθηκαν στα παράλια της Μεσογείου και την υπόλοιπη Ευρώπη. Στη Γερμανία τα ονόμασαν saufinders και saupackers, και η γενιά τους έδωσε αργότερα το υλικό απ’ το οποίο αναπτύχθηκαν τα σνάουτσερ των αγροκτημάτων και τα διάφορα δασύτριχα πολλαπλών καθηκόντων χωριατοκυνηγόσκυλα (κόρθαλς, ντράτχααρ, πουντελπόιντερ, ουγγρικά, σπινόνε, και διάφορα άλλα βαλκανικά): οι Ελληνικοί Αγριοχοιροθήρες είναι άξια, πανέξυπνα, εύστροφα και τραχιά σκυλιά που κυνηγούν κοπαδιαστά και παθιασμένα δίνοντας φωνή.
Έχουν το χαρακτήρα του παλιάς κοπής Έλληνα της εργατικής τάξης και του ξωμάχου που ζει μέσα στη φύση: καρδιά μεγάλη, φλόγα, σπίρτο, ευελιξία, ευστροφία, προσαρμοστικότητα, εργατικότητα χωρίς ψευτοπαλληκαριές (γιατί το νταηλίκι απέναντι στον κάπρο σε στέλνει στον Άδη πρόωρα), μια απέριττη, ουσιαστική λεβεντιά δίχως μεμψιμοιρία και κυρίως αυτό που λείπει πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο σήμερα: φιλότιμο.
Από μας εξαρτάται απόλυτα αν θα συνεχίσουν να υπάρχουν, και είμαστε η τελευταία γενιά που μπορεί (και πρέπει) να φροντίσει γι’ αυτό.
Γράφει η Μαρία Γκινάλα