Ποιμενικός Σπάρτης – “Σπαρτιάτης”
Στο “Working Dogs of the World” του Βρεττανού Clifford L.B. Hubbard (Λονδίνο, 1947) διαβάζουμε:
“Τα μόνα αληθινά ελληνικά τσοπανόσκυλα είναι εκείνα τα ολόλευκα σκυλιά που χρησιμοποιούνται από βοσκούς των Βαλκανικών βουνών, της Αλβανίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Νότιας Ελλάδας και της οροσειράς του Παρνασσού. Αυτά σχετίζονται άμεσα με το μάλλον μικρότερο Maremma της Ιταλίας, το μεσαίου μεγέθους Kuvasz της Ουγγαρίας και τους γιγαντιαίους Ορεινούς σκύλους των Πυρηναίων στα γαλλο-ισπανικά σύναρα. Σε γενικές γραμμές η κατασκευή του Ελληνικού ποιμενικού είναι κάτι μεταξύ των Kuvasz και των Πολωνικών ποιμενικών, μονόχρωμο λευκό ή λευκό με μπισκοτί ή λεμονί περιοχές στο κεφάλι ή τα πλευρά.
Τα βαριά ασπρόμαυρα, τρίχρωμα και ασπρόμαυρα σκυλιά που βρέθηκαν στη Σπάρτη είναι τα διασταυρωμένα σκυλιά φύλαξης που σπάνια χρησιμοποιούνται με τα πρόβατα. Μια φυλή που καταγόταν από τους Μολοσσούς και είναι πολύ εμποτισμένη με αίμα αλβανικού λυκοθήρα, στην εμφάνιση μοιάζει πολύ με το λεγόμενο Mastiff που ζωγράφισε ο Reinagle το 1803. Τα λευκά σκυλιά έχουν εκτραφεί πιστά στον τύπο για αιώνες, και παρόλο που δεν υπάρχουν κυνολογικοί φορείς που να τα επιμελούνται, ούτε γραπτά γενεαλόγια, δεν συναντώνται ποτέ σε άλλο χρώμα εκτός από το λευκό…
Οι σκύλοι που γεννιούνται με οποιαδήποτε άλλη απόχρωση εκτός από το λευκό εξαλείφονται αμέσως (όπως στην περίπτωση του Komondor), εν μέρει λόγω της ισχυρής πεποίθησης ότι άλλα χρώματα είναι γρουσούζικα και εν μέρει επειδή ένας λευκός σκύλος είναι πιο εύκολα διακριτός σε μια χώρα όπου είναι καλό να γνωρίζουμε πού ακριβώς βρίσκονται τα σκυλιά.
Οι ταξιδιώτες στην Ελλάδα τον δέκατο έβδομο και τον δέκατο όγδοο αιώνα αναφέρονταν συχνά σε αυτά τα σκυλιά ως ζώα με άγρια προδιάθεση και τεράστιο όγκο. Τα τελευταία 120 χρόνια είναι γνωστό ότι η φυλή είχε την τάση να γίνεται μικρότερη στα όρια του πολιτισμού, αλλά πάνω στα βουνά εξακολουθούν να έχουν τρομερό μέγεθος και δύναμη. Τόσο ο ελληνικός τσοπανόσκυλος όσο και ο σπαρτιατικός σκύλος είναι άγριοι, και είναι αλήθεια ότι οι ξένοι δεν περπατούν ποτέ μόνοι τους χωρίς να είναι οπλισμένοι με γερά ραβδιά. Οι ίδιοι οι βοσκοί καταφεύγουν συχνά στο να χρησιμοποιούν τις άκρες της γκλίτσας τους ή να κρατούν στην τσέπη τους πέτρες για να ελέγχουν τα αγριόσκυλα. Ωστόσο, οι σκύλοι αυτοί εκπαιδεύονται σκόπιμα για να προστατεύουν τα κοπάδια όχι μόνο από άγρια ζώα αλλά και από άλλους ανθρώπους εκτός από τα αφεντικά τους. Σε μερικές περιπτώσεις η ζωηράδα τους πρέπει να περιοριστεί σε κάποιο βαθμό, και αυτό γίνεται συνήθως με το κρέμασμα ενός ξύλινου ή σιδερένιου βάρους στο κολάρο του σκύλου, αν και αυτό δεν γίνεται σε κανένα βαθμό στην Ελλάδα όπως στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Μια άλλη ιδιαιτερότητα του Ελληνικού Ποιμενικού είναι ότι μερικές φορές μπορεί κανείς να δει έναν τέτοιο σκύλο με εντελώς κομμένη την άκρη του δεξιού αυτιού του. Αυτό το κάνουν κάποιοι βοσκοί παλιάς σχολής που πιστεύουν με θρησκευτική ευλάβεια ότι μια τέτοια πρακτική «βελτιώνει» την ακοή του ζώου! Το αριστερό αυτί δεν κακοποιείται ποτέ από τον βοσκό, αλλά η κοπή του δεξιού πτερυγίου είναι αρκετά συχνή.
Ένα Σπαρτιάτικο ποιμενικό παρουσιάστηκε κάποτε σε μια έκθεση σκύλων στο Islington του Λονδίνου (ΣΣ: το 1863), αλλά αυτό ήταν πολύ παλιά και τότε είχε αναφερθεί με την επωνυμία “Albanian Wolfhound”. Κανένα αληθινό ελληνικό τσοπανόσκυλο δεν έχει εισαχθεί στη Βρετανία από όσο γνωρίζει ο συγγραφέας. Δεν παρουσιάζονται σε εκθέσεις και δεν υπάρχει Κυνολογικός Όμιλος στην Ελλάδα ούτε κανένας φορέας προστασίας τους εκτός από μια φιλοζωική οργάνωση που ενδιαφέρεται ελάχιστα για τις ιθαγενείς ράτσες σκύλων, γιατί οι λιγοστές περιπτώσεις κακοποίησης που συμβαίνουν δεν αφορούν ποτέ τους βοσκούς αλλά μάλλον τους κατοίκους των πόλεων. Μόνο τα πολύ χρήσιμα είδη σκύλων μπορεί να ελπίζεται ότι θα υπάρχουν στην Ελλάδα, γιατί κανείς εκεί δεν θα φανταζόταν να εκτρέφει σκύλους μόνο για ευχαρίστηση…ακόμα και το υπέροχο παλιό κυνηγετικό σκυλί, το Copoi (λαγωνικό), έχει σχεδόν εξαφανιστεί σήμερα.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Το κεφάλι είναι αρκετά επίμηκες αν και φαρδύ στην κορυφή του κρανίου, στενεύοντας σε ένα λεπτό αλλά δυνατό ρύγχος [η Σπαρτιατική φυλή σε αντίθεση έχει φαρδύ κεφάλι, με αρκετά τονισμένο “στοπ” (ρινομετωπική γωνία) και μάλλον κοντό ρύγχος]. Τα μάτια είναι μεσαίου μεγέθους, στρογγυλά και σκούρα στο χρώμα. Τα αυτιά είναι φυτρωμένα ψηλά, μικρά, τριγωνικά και διπλώνουν προς τα εμπρός καταλήγοντας σε μυτερές άκρες (ο σκύλος με το ένα αυτί φαίνεται έτσι μάλλον αταίριαστος σε πρώτη εντύπωση) και είναι εξαιρετικά ευκίνητα. Οι σιαγόνες είναι μάλλον οξύληκτες στο στενό τμήμα αλλά δεν είναι “σκαμμένες” (λειψές) σε καμία περίπτωση και έχουν δυνατά ομοιόμορφα δόντια. Το σώμα είναι ευέλικτο και μυώδες, με καλά ανεπτυγμένα πλευρά στο αρκετά βαθύ στήθος, καλό μήκος πλάτης και σφιχτή οσφυϊκή χώρα. Τα σκέλη είναι σχετικά κοντά, ίσια, με καλή οστέινη μάζα, και μικρά συμπαγή πόδια. Η ουρά είναι συνήθως φυσικού μήκους, χαμηλά φυτρωμένη και κρατιέται χαμηλά, αλλά ανασηκωμένη στην εγρήγορση.
Το τρίχωμα είναι κοντό στο πρόσωπο, στο κεφάλι και το μπροστινό μέρος των άκρων, αλλά μέτριο σε μήκος στο υπόλοιπο σώμα, λείο στην υφή και ελαφρώς κυματιστό, με τάση να “φτερώνει” στο πίσω μέρος των σκελών και στα οπίσθια. Το χρώμα του Ελληνικού Ποιμενικού είναι καθαρό λευκό, ή μερικές φορές λευκό με λεμονί, μπισκοτί ή ελαφόχρωμα (υπόξανθα) αυτιά, ή παρόμοιου χρώματος μπαλώματα στις πλευρές ή στη βάση της ουράς και, πιο σπάνια, λευκό με κηλίδες στο χρώμα του ελαφιού (υπόξανθο) ή μπισκότου ή στίγματα στο σώμα. Το ύψος είναι περίπου 26 ίντσες (66 εκατοστά).”
Στις εικόνες ο “Υπερίων”, που είχα φωτογραφήσει σε έκθεση του ΚΟΕ πριν 20-25 χρόνια, και ένας ποιμενικός στην Πελοπόννησο παλιότερα.
Γράφει η Μ. Γκινάλα
Πιθανότατα ο Σπαρτιάτης ήταν ο πρόγονος του φαινότυπου που αναγνωρίστηκε ως Λευκό Ελληνικό Τσοπανόσκυλο, σαφώς διαφορετικός, σύμφωνα με την παραπάνω πηγή, από τους μολοσσοειδείς ορεινού τύπου και τα μαντρόσκυλα της Πελοποννήσου