Εμφανίστηκε στο κατώφλι μου.
Ήταν κάπου στη δεκαετία του 80 στην Αθήνα. Ένα μικρό σπίτι σε μια ήσυχη γειτονιά, όπου πολλά σκυλιά του δρόμου βρίσκαν καταφύγιο.
Ήταν λαχανιασμένη, πεινασμένη, κατάκοπη.
Άνοιξα την πόρτα και την καρδιά μου. Τη “βάφτισα” Λάικα.
Η θυσία της Ρώσικης Λάικας στην εξερεύνηση του διαστήματος, ήταν τραύμα ψυχής. Την ξόρκισα εκείνη τη θυσία: έδωσα στ΄ όνομα ζωή καινούργια.
Είχα δει πολλά σαν κι αυτήν από πριν, εδώ και κει. Ήταν άφθονο το είδος τότε ακόμα στις παλιές γειτονιές, στα χωριά, στην εξοχή, στις αγροτικές πόλεις. Η Λάϊκα μου, ανταπέδωσε αμέσως τη χάρη στο πολλαπλάσιο, με την γενναιοδωρία του σκύλου – μου χάρισε δωρεάν σέρβις και πλύσιμο αυτοκινήτου επ’ αόριστον στο τοπικό γκαράζ και πρατήριο καυσίμων: στο πιτς φυτίλι καθάρισε την αποθήκη τους από αρουραίους και ποντίκια. Και όταν ένας φίλος εκπαιδευτής έψαχνε ένα άσπρο σκύλο για να παίξει ρόλο σε μια ταινία, η Λάικα έγινε ηθοποιός: έμαθε να κάνει ό,τι της ζητήθηκε, εύκολα, γρήγορα, αποτελεσματικά, με ενθουσιασμό, με αγάπη, όπως πάντα έκανε τα πάντα στη ζωή της, με το αξέχαστο χαμόγελό της και την ολόψυχη, λιόχαρη φύση του καλύτερου φίλου: πρόθυμη να ευχαριστήσει τον άνθρωπό της, ευτυχισμένη που ήταν ζωντανή.
Διάβαζα ό,τι μπορούσα για τα σκυλιά.
Οι καθιερωμένοι κυνολογούντες ξένων φυλών που διαφέντευαν το Κυνολογικό όμιλο της Ελλάδας εκείνη την εποχή δεν εκτιμούσαν καθόλου αυτά τα ντόπια, λαϊκά σκυλάκια: δεν ήταν “καθαρόαιμα”. Δεν είχαν γενεαλογικά δέντρα. Δεν ήταν αξιόλογα, σημαντικά. Δεν είχαν σημασία οι υπηρεσίες τους στην αγροτιά, τους φτωχούς, τις μοναχικές γιαγιούλες και τους παππούληδες, τις ταπεινές αυλές της γειτονιάς και της επαρχίας. Τα θεωρούσαν “spes nondescript”, μπασταρδάκια, σκυλιά του δρόμου, χωριατάκια, ανάξια προσοχής.
Εγώ σχημάτισα άλλη άποψη. Η Λάικα με δασκάλεψε για την αξία, την πολιτιστική, την ιστορική, την κοινωνική, και πάνω απ ‘όλα την προσωπική, την ψυχική, αυτών των καταπληκτικών μικρών σκύλων: τους βρήκα στα μουσεία, τους βρήκα παντού στην Ελλάδα όπου ταξίδεψα. Τους βρήκα στα βιβλία, στις έρευνες τις επιστημονικές. Κατάφεραν να επιβιώσουν λοιπόν, για χιλιετίες, παρά τις κακουχίες, πείνα, πολέμους, κατοχές, ανέχεια, κακομεταχείρηση. Η ψυχάρα τους συγκρίνεται μόνο με την εξυπνάδα και το κουράγιο τους. Έβαλα τα δυνατά μου να ξεστραβωθώ από την άγνοια, να τα σπουδάσω στα σοβαρά, να τα μελετήσω, να τα καταλάβω, να τα τιμήσω. Το χρωστάω στη Λάικα, και σ’ όλα εκείνα τα περιφρονημένα σκυλιά που σαν αυτήν, μας δώσανε την ψυχή τους.
Σήμερα, η Αλωπεκίδα αντιμετωπίζει έναν ακόμη αγώνα, πολύ πιο δύσκολο και άνισο: η πατρίδα τους έχει αλλάξει και έχει γίνει μικρότερη. Τ’ αυτοκίνητα έχουν μειώσει τις αποστάσεις, φέραν μαζί τους εισαγόμενα γούστα, μόδες και αντιλήψεις αστυφιλικές. Ο παραδοσιακός τους χώρος υφίσταται άλλου είδους εισβολή, οι μαζικές συλλήψεις και στειρώσεις των παραδοσιακών χωριατόσκυλων έχουν φτάσει και στην τελευταία γωνιά της ελληνικής γης.
Και όμως, νομίζω, θα ήθελα να πιστεύω πως ίσως, αν ο σκύλος σαν είδος είναι τελικά να έχει μέλλον δίπλα μας, μαζί μας, στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, που δοκιμάζεται η ανθρωπότητα κι’ όλα τα έμβια της γης, η ικανότητα του ίδιου του πλανήτη να μας αντέξει, αυτά τα σκληροτράχηλα μικρά αγριολούλουδα έχουν αποδείξει τις αρετές που χρειάζονται για την επιβίωση και με το παραπάνω.