Στις 22 Αυγούστου, ο φίλος μας εκκένωσε την οικογένεια του, δίποδη και τετράποδη, και μεταφέρθηκαν όλοι, μαζί με την μητέρα και τα οκτώ μόλις ημερών δύο αλωπεκιδάκια, σε ασφαλή κατοικία μακριά από τις πυρκαγιές. Αμέσως μετά εκείνος έφυγε για να πολεμήσει τη λαίλαπα, μαζί με τους άλλους συναγωνιστές. Ρίχτηκε στον πόλεμο με τις πυρκαγιές, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του με ένα μωρό της αγκαλιάς και δύο μικρά παιδιά, αψηφώντας το θάνατο, μη ξέροντας αν θα γυρίσει ζωντανός. Μαζί με την οικογένεια, ξαγρυπνήσαμε και μεις αγωνιώντας, περιμένοντας τα αραιά και που μηνύματά του, όταν και όποτε υπήρχε σήμα επικοινωνίας, αν προλάβαινε να πάρει ανάσα στην κόλαση που έκαιγε τα πάντα για μέρες.
Με τη μητέρα και τα μωρά της ασφαλή, εν τω μεταξύ, οι αλωπεκιδούλες μεγάλωναν και δυνάμωναν, με το εξαιρετικά πλούσιο και δυναμωτικό μητρικό γάλα της μανούλας τους. Δεν είχε ακουστεί κλάμα, από αυτά τα ευτυχισμένα στρογγυλεμένα μωρά. Φαΐ, μητρική θαλπωρή, φροντίδα και ύπνος. Μέχρι την πρώτη του Σεπτέμβρη, που ο ηρωικός μας φίλος γύρισε στο σπιτικό του, κατάκοπος και με βαριά καρδιά από την καταστροφή. Αγκάλιασε την οικογένεια του και πήγε κατευθείαν στο χωράφι του, όπου κάποια στιγμή θα γύριζαν, άνθρωποι και ζώα, όταν απομακρυνόταν ο καπνός και τα αποκαΐδια.
Και τότε άκουσε κάτι αναπάντεχο από την φωλιά όπου είχαν γεννηθεί τα κουτάβια. Και ψάχνοντας ανάμεσα στα ξύλα είδε και πήρε στην αγκαλιά του, εμβρόντητος, κάτι απίστευτο. Ανταλλάξαμε λίγες βιαστικές λέξεις καθώς έτρεχε προς το σπίτι, ένα χιλιόμετρο απόσταση. Είχε αδειάσει προσεκτικά τη φωλιά πριν δέκα μέρες. Είχε απομακρύνει και είχε μεταφέρει στην ασφάλεια του σπιτιού τη μητέρα και τα δύο νεογέννητα. Αλλά τώρα, στην ίδια αδειανή φωλιά, ολοζώντανο, υπήρχε ένα ακόμα, θηλυκό κουτάβι. Που είχε επιβιώσει μόνο του, δέκα ολόκληρες μέρες.