Καρπάθου
Οι ειδικοί ξεχωρίζουν την χαμένη κατηγορία «λαγωνικά της Καρπάθου». Στη βιβλιογραφία οι πληροφορίες είναι λιγοστές, μονάχα μια φωτογραφία από τη δεκαετία του 1980, που δείχνει ένα τέτοιο σκύλο τραβηγμένη από τον Γάλλο φωτογράφο François Le Diascorn.
Μια τέτοια σπουδαία, τόσο ξεχωριστή ράτσα ιχνηλάτη, που στα καλύτερα της, δεν είχε ανάγκη από όπλα και τουφεκίσματα, αφού έφερνε το λαγό στα χέρια του κυνηγού, λένε πως ήταν ο λαγωνικός σκύλος της Καρπάθου.
Υπήρχε στ΄ αλήθεια τέτοιο σκυλί;
«Σουβλερή μύτη, μεσαίου αναστήματος, μέση δαχτυλίδι, κοντό τρίχωμα, συνήθως ανοιχτό-άσπρο χρώμα με μαύρη μούρη και το σπουδαιότερο, έναν χαρακτήρα σκέτο μάλαμα» έτσι περιγράφει ο Μηνάς Ζαβόλας τη σκύλα του πατέρα τους. Η Λίζα έφευγε μονάχη, αλώνιζε δίχως να βγάζει τσιμουδιά, τα μετόχια του χωριού και άφηνε πεσκέσι, τους λαγούς στη ξωπορτιά του κυνηγού, Νίκου Ζαβόλα, που δεν είχε ανάγκη από όπλα, φυσίγγια και ποδαρόδρομους μέσα στα βουνά.
Μια ακόμη μυθική ιστορία είναι αυτή της Λαομάχης! Η απίθανη σκύλα του Λυρή, έτρωγε ένα κομμάτι ψωμί με λάδι και έπειτα ξετρύπωνε δυο-δυο τους λαγούς, με κυνηγό τον Ιταλό διοικητή της Καρπάθου, και εκείνος πλήρωνε διπλά μεροκάματα στο αφεντικό της, ενώ ήταν τόσο ευχαριστημένος που φόρτωνε κοτολέτες και τρόφιμα το γάιδαρο του Μηνά, στο τέλος κάθε τέτοιας σπουδαίας ημέρας.
Ο Αριστείδης Παπουτσάκης που είχε απίθανο μνημονικό, θυμόταν δύο ιχνηλάτες, τους σκύλους του αδελφού του Μηνά.
«Ο Γιαννίκος και η Κανέλα ήταν ένα ζευγάρι από τα λίγα. Η θυληκιά δεν έτρεχε, λαόνεβε προσεκτικά και τους ξετρύπωνε αθόρυβα, έπειτα έπιανε δουλειά ο αρσενικός. Ο Γιαννίκος τσάκωνε τους λαγούς και τους πήγαινε στο σπίτι. Και έπιανε τόσους αυτό το ζευγαράκι, που στο τέλος βρωμέζανε, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, ψυγεία και καταψύκτες».
Τα προπολεμικά χρόνια, οι άδειες και τα κυνηγητικά όπλα ήταν λίγα, μερικοί Μενετιάτες από αυτούς ήταν οι: Γιώργαρης, Μανώλης Χαρίδημος, Χατζηκοντός, Μάντης, παπα-Βαγγέλης, Γιάννης Παζαρζής, ο δάσκαλος Σακελλάρης, ο Τσίφτης και ο δάσκαλος Νικόλαος Χαλκιάς, που είχε ακόμη ένα θρύλο, τον φημισμένο Νεγκούς. Το σκυλί αυτό ήταν τόσο δεμένο με τον Χαλκιά που όταν εκείνος έφυγε από τη Κάρπαθο, κυνηγημένος από τους Ιταλούς, το άφησε στη Πεντέλη, κι εκείνο δεν άντεξε ούτε μια στιγμή μακριά του. Άγνωστο με πιο τρόπο, βρήκε τον δρόμο και κατέληξε στο Ζάννειο ορφανοτροφείο στον Πειραιά, ακριβώς έξω από την αίθουσα που δίδασκε ο αείμνηστος δάσκαλος Χαλκιάς.
Όσο η συζήτηση ανάβει, οι απόψεις αλλάζουν κατεύθυνση, ο Σπύρος Σεβδαλής, δεν ήταν ποτέ κυνηγός, όμως αρκεί μια κουβέντα του, να σπείρει ζιζάνια και για να δούμε αλλιώς την ιστορία. «Όλοι οι σκύλοι μια γενιά», επαναλαμβάνει με νόημα, έπειτα χαμογελά, αφήνει στην άκρη ταυτότητες και διαβατήρια.
Και ο παλιός κυνηγός Αντώνης Χατζηγεωργίου, αμφιβάλει για την Καρπάθικη ράτσα: «Σίγουρα θα μπερδεύτηκε με τα σκυλιά που φέρναν από τα πέρατα του κόσμου οι παθιασμένοι με το κυνήγι Καρπάθιοι».
Μάλιστα εκείνος θυμάται τον Γ. Παραγιουδάκη, θα είναι πενήντα χρόνια από τότε που έφερε μια εξαιρετική σκύλα, γενιά σπουδαίων καθαρόαιμων ιχνηλατών από τη Κρήτη, και αυτή, όπως υποστηρίζει, έβγαλε πολλά κουλούκια που γινήκαν εκπληκτικά λαγόσκυλα πάνω στη Κάρπαθο.
Στη κουζίνα του σπιτιού του Βαγγέλη Ρουσάκη μια φωτογραφία δύο σκύλων, θυμίζει τα ατέλειωτα και πετυχημένα κυνήγια τους. Άραγε αυτά ήταν της χαμένης ντόπιας ράτσας; Δεν κυνηγούσαν με τη σκάρμη, αλλά μύριζαν το λαγό στον αέρα, τον ξετρύπωναν και έπειτα έτρεχαν στο κατόπι του, τον κυνηγούσαν ασταμάτητα μέχρι που έφταναν ακόμη και να τον σκάσουν.
Με τη σκάρμη κυνηγούν οι καλοί ιχνηλάτες, επιμένει ο Μηνάς Ζαβόλας που έχει δώσει το όπλο της κόρης του, ενώ εκείνος παρατηρεί και καμαρώνει τα σκυλιά του.
«Στα πατήματα, στα φρέσκα ίχνη του λαγού κρύβονται όλα τα μυστικά, ο καλός Καρπάθιος ιχνηλάτης δεν έβγαζε τσιμουδιά, δεν γρύλιζε, ούτε είχε ανάγκη να ειδοποιήσει τον κυνηγό. Μονάχος του έπιανε το θήραμα.»