Αχίλλειο, Μελιταία, Λοκρίδα: η κοιτίδα της Θεσσαλικής Μάνας Γης

Αχίλλειον, Νεολιθική Θεσσαλία

(αναπαράσταση οικήματος)

Ι. Η πιο πυκνή συστάδα νεολιθικών οικισμών σε όλη την Ευρώπη βρίσκεται στην πλούσια θεσσαλική πεδιάδα της κεντρικής Ελλάδας.
Στο νότιο άκρο της πεδιάδας των Φαρσάλων, στις παρυφές του σύγχρονου χωριού Αχίλλειο, 5χλμ νοτιοανατολικά της πόλης των Φαρσάλων, μέσα σε μια περιοχή με πολλά ρέματα, βρίσκεται η νεολιθική μαγούλα (λοφίσκος) του Αχιλλείου. Έχει διαστάσεις 200 × 260 μ. και εδράζεται επάνω σε ένα φυσικό ύψωμα. Η διάρκεια ζωής του νεολιθικού οικισμού εκτείνεται από την Αρχαιότερη έως τη Μέση Νεολιθική (6.500 – 5.500 π.Χ.). Μια ελληνοαμερικανική αποστολή με επικεφαλής την αείμνηστη Λιθουανή αρχαιολόγο και ανθρωπολόγο Marija Gimbutas, διεξήγαγε ανασκαφές στο Αχίλλειο το 1973 και το 1974, και δημοσίευσε τα αποτελέσματα της σχετικής μελέτης το 1989. (Πηγή: Bökönyi, S. 1989. Fauna, pp. 315–39, in M. Gimbutas, Sh. Winn, D. Shimabuku (eds), Achilleion. A Neolithic Settlement in Thessaly, Greece, 6400–5600 BC. Los Angeles: Monumenta Archaeologica).

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η θεωρία της αρχαιολόγου και ανθρωπολόγου Marija Gimbutas (γνωστή σαν “Υπόθεση Κούργκαν”) για την εισβολή έφιππων πολεμικών ορδών από την Ποντική στέππα, οι οποίοι κατέλυσαν την ειρηνική μητροκεντρική κοινωνία της προϊστορικής Ευρώπης περί την τέταρτη χιλιετία πΚΕ και την αντικατέστησαν με ένα ανδροκρατικό – πατριαρχικό σύστημα εξουσίας, έχει πλέον επιβεβαιωθεί από αρχαιολογικά, γλωσσολογικά και γενετικά ευρήματα και αποτελεί την επικρατούσα ιστορική ερμηνεία για την ιστορία της ευρωπαϊκής ηπείρου στην συγκεκριμένη περίοδο. Οι ανασκαφές στο Αχίλλειο είχαν κεντρική θέση στην έρευνα της και συνέβαλλαν σημαντικά στην στοιχειοθέτηση και τεκμηρίωση του έργου της.

Ανάμεσα στα ευρήματα στο Αχίλλειο βρέθηκαν οστά μικρόσωμων σκύλων τύπου Αλωπεκίδας, που αντιπροσωπεύουν δεύτερο στάδιο εξημέρωσης. Αυτά τα στοιχεία είναι τουλάχιστον μιάμιση με δύο χιλιετίες προγενέστερα από τους σκύλους που χαρακτηρίστηκαν Canis familiaris palustris Rütimeyer (σκύλος του έλους, σκύλος της τύρφης) από τον Ελβετό ζωολόγο Ludwig Rütimeyer που μελέτησε οστεολογικά ευρήματα από νεολιθικούς οικισμούς στη χώρα του, και οι οποίοι θεωρούνται πρόγονοι όλων των ευρωπαϊκών μικρόσωμων σκύλων πρωτόγονου τύπου, σπιτς, τέρριερ, χήλερ, κόργκι κλπ.
Πόσοι γνωρίζουν για αυτό τον αρχαιολογικό θησαυρό σήμερα, και πόσο προβάλλεται από την Πολιτεία; όσον αφορά την ζωοτεχνική ιστορία, την κτηνοτροφία και την εξέλιξη του σκύλου στην Ελλάδα και την Ευρώπη, το Αχίλλειο είναι ένα θεμελιακό ορόσημο για την προϊστορική εποχή.
ΙΙ. Μια πιθανή εναλλακτική ερμηνεία της γεωγραφικής προέλευσης του όρου “Μελιταίο Κυνίδιο”:
Η Μελιταία, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Αχαϊκής Φθιώτιδας. Χάλκινο περίαπτο με μικρό ορθόωτο σκύλο που αναπαύεται κουλουριασμένος
Το περίαπτο βρέθηκε το 1971 στην ακρόπολη της αρχαίας Μελιταίας και, πιθανότατα, αποτελεί ανάθημα στο ιερό που αποκαλύφθηκε εκτός της ελληνιστικής οχύρωσης, στο οποίο μεταξύ άλλων επιβεβαιώνεται η λατρεία του Ασκληπιού.

Όπως ξέρουμε, οι Αλωπεκίδες ήταν συνδεδεμένες με τη λατρεία του θεού της Ιατρικής που ήταν εξαπλωμένη σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Aγαλματίδια μικρόσωμων σκύλων από πηλό και μπρούτζο κατασκευάζονταν σε μεγάλους αριθμούς για τους πιστούς προσκυνητές των ναών που τα αγόραζαν σαν φυλαχτά. Ένα τέτοιο βρέθηκε και κοντά σε ιερό αφιερωμένο στον Ασκληπιό στη Βρεττανία. (Ακόμα ένα ενδιαφέρον στοιχείο, που πληροφορεί εκείνους που λένε πως οι Αλωπεκίδες μοιάζουν με Κόργκι, σα να λέγαμε ότι η γιαγιά έμοιασε στην εγγονή – ενώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο…)

περίαπτο: αντικείμενο που θεωρείται πως έχει μαγικές και αποτροπαϊκές ικανότητες (“φυλαχτό”) 
 
άποψη του αρχαιολογικου χώρου της Αρχαίας Μελιταίας 
Ο σκύλος ήταν ένα από τα ιερά ζώα του Ασκληπιού, σαν σύμβολο και επίκουρος θεραπείας. Οι αρχαίοι θεωρούσαν ότι οι σκύλοι μπορούσαν να θεραπεύσουν τους αρρώστους γλύφοντας τη μολυσμένη περιοχή. Πίστευαν επίσης ότι οι σκύλοι μπορούσαν να γιατρέψουν την τύφλωση ή μυστηριώδεις ασθένειες. Σύμφωνα με τον Παυσανία, όταν γεννήθηκε ο Ασκληπιός, το βρέφος εγκαταλείφθηκε στο όρος Θήτιον, κοντά στην Επίδαυρο, όπου το θήλασαν δύο θηλυκά σκυλιά. Έτσι συνδέθηκε ο σκύλος με την προστασία της μητρότητας και τον τοκετό.
Στο ιερό του θεού στην Επίδαυρο, ο γλύπτης Θρασυμήδης τοποθέτησε έναν σκύλο δίπλα στον Ασκληπιό. Η οικογένεια του Ασκληπιού συνοδεύεται από σκύλους: στην θεμελιακή στήλη του Ασκληπιείου στην Αθήνα (5ος αι. πΚΕ), εικονίζεται σκύλος καθισμένος κάτω από το κάθισμα της Υγείας και ο Τηλέμαχος, ο ιδρυτής του ιερού, οδηγεί ένα κυνηγόσκυλο. Στο Ασκληπιείο του Πειραιά (περιοχή Ζέας), οι πιστοί του Επιδαύριου Ασκληπιού, ο οποίος συνδέθηκε θρησκευτικά με τον Απόλλωνα Μαλεάτα (ο Μάλος / Μαλεάτας ήταν γιατρός που λατρευόταν την Μυκηναϊκή εποχή και η λατρεία του αντικαταστάθηκε από τον Απόλλωνα, ο οποίος προσέλαβε έτσι και ιατρικές ιδιότητες), πρόσφεραν αρτίδια (σκυλόψωμα) στον σκύλο που φύλαγε το ιερό.
Η θέση της αρχαίας «Μελιταίας» ή «Μελίτειας» ή «Μελιτέας», μιας από τις σπουδαιότερες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας, είναι ταυτισμένη με την αρχαία πόλη που είναι κτισμένη στους βόρειους πρόποδες της οροσειράς Όθρυς, στα ανατολικά του σύγχρονου ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος της επαρχίας Δομοκού όπου και σώζονται τμήματα του αρχαίου τείχους, μήκους περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων.
Η πόλη ήταν ιδιαίτερα στρατηγική, αφού βρισκόταν πάνω στη μια από τις δύο κύριες οδικές αρτηρίες του αρχαίου ελλαδικού κόσμου, που οδηγούσαν από τη Θεσσαλία στη Στερεά και αντίστροφα. Η Μελιταία ήταν η τρίτη σημαντικότερη πόλη της Φθιώτιδας μετά τους Ανδρώνες και τη Λάρισσα. Βρισκόταν κοντά στο μυθικό ποταμό Ενιπέα, έκοβε τα δικά της νομίσματα (με έμβλημα τη Μέλισσα, τον Δία αλλά και τον Ποσειδώνα, ο οποίος ήταν και πατέρας της Λάρισσας), και έστελνε τον ένα από τους δύο ιερομνήμονες που εκπροσωπούσαν την Αχαΐα Φθιώτιδα στη Δελφική Αμφικτιονία από τον 4ο έως και τον 2ο αι. πΚΕ. Στη ρωμαϊκή εποχή, η πόλη έφερε την προσωνυμία Σεβαστή, τίτλος που υποδηλώνει ότι διέθετε δύναμη και κύρος.
Αρχαία Θεσσαλία
Σχετικά με το όνομα της ο γεωγράφος Στράβων αναφέρει ότι αρχικά ονομαζόταν Πύρρα και ότι οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν εκεί, προερχόμενοι από την πόλη «Ελλάδα», που βρισκόταν 10 στάδια (1.850μ. περίπου) πέρα από τον ποταμό Ενιπέα. Στην αγορά της πόλης υπήρχε ο τάφος του Έλληνα, γιου του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Η Πύρρα ήταν θυγατέρα του Τιτάνα Επιμηθέα και της Πανδώρας. Οι ενάρετοι Δευκαλίων και Πύρρα ήταν οι μόνοι άνθρωποι που επέζησαν από τον Κατακλυσμό που επέβαλε ο Δίας για να τιμωρήσει τους αλαζόνες ανθρώπους. Από το ζεύγος αυτό αναδημιούργηθηκε η ανθρωπότητα. Μετά το τέλος της θεομηνίας άρχισαν να πετάνε πέτρες πίσω από την πλάτη τους, ύστερα από ένα χρησμό που πήραν από τη θεά Θέμιδα στο μαντείο των Δελφών. Οι πέτρες που πετούσε ο Δευκαλίωνας μεταμορφώνονταν σε άνδρες και αυτές που πετούσε η Πύρρα μεταμορφώνονταν σε γυναίκες. Η πρώτη πέτρα που πέταξε ο Δευκαλίωνας «γέννησε» τον Έλληνα.
Η υιοθέτηση του ονόματος Πύρρα ως πρώτη ονομασία της πόλης καθώς και η οικειοποίηση του τάφου του Έλληνα, συνδέουν ευθέως τη Μελιταία με το μύθο του κατακλυσμού και της απαρχής των Ελλήνων. Σύμφωνα με τον μύθο (αντίστοιχο με τον κατακλυσμό του Νώε των Εβραίων), ο Δίας έπνιξε όλους τους διεφθαρμένους ανθρώπους εκτός από το δίκαιο και ευσεβές ζευγάρι, το οποίο επιβιβάστηκε εγκαίρως σε πλοίο, που προσάραξε στην κορυφή της Όθρυος, μετά το τέλος του κατακλυσμού. Από αυτούς γεννήθηκαν πολλά παιδιά, με πρώτο τον Έλληνα, ο οποίος εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Φθία και ίδρυσε την ομώνυμη πόλη «Ελλάδα». Από το γάμο του με μια Οθρυίδα νύμφη απέκτησε τρεις γιους: το Δώρο, τον Αίολο, και τον Ξούθο. Από το Δώρο κατάγονταν οι Δωριείς, από τον Αίολο οι Αιολείς, ενώ από τον Ξούθο, ο οποίος είχε γιους τον Αχαιό και τον Ίωνα, κατάγονταν οι Αχαιοί και οι Ίωνες. Έτσι ο πατέρας του Έλληνα, ο Δευκαλίωνας, και η μητέρα του η Πύρρα, ήταν οι γενάρχες όλων των ανθρώπων και ο Έλληνας κατόπιν έγινε ο γενάρχης όλων των Ελλήνων.
Ωστόσο, κάποια στιγμή το όνομα της άλλαξε και η πόλη, που παλαιότερα ονομαζόταν «Πύρρα», μετονομάσθηκε σε «Μελιταία», από τον γιο του Δία, τον Μελιτέα, σύμφωνα με το μύθο που διασώζει ο Avτωνίνoς Λιβεράλις (το 2ο με 3ο μ.Χ. Αιώνα): «Ο Δίας και η νύμφη Οθρυίδα απέκτησαν ένα γιο, τον Μελιτέα, τον οποίο η μητέρα του εγκατέλειψε στο δάσος φοβούμενη την Ήρα. Το παιδί, με απόφαση του πατέρα των θεών, δεν πέθανε, αλλά μεγάλωσε τρεφόμενο από μέλισσες. Το βρήκε, βόσκοντας τα πρόβατά του, ο Φάργος, γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Οθρυίδας, η οποία γέννησε τον Μελιτέα στο δάσος. Θαυμάζοντας το μεγαλόσωμο μωρό και εντυπωσιασμένος από τη συμπεριφορά του μελισσιού υιοθέτησε το παιδί, το ανέθρεψε με πολύ φροντίδα και το ονόμασε Μελιτέα, από τις μέλισσες. Θυμήθηκε μάλιστα, έναν χρησμό, με τον οποίο κάποτε ο θεός του αποκάλυψε ότι θα έσωζε κάποιον που είναι αδερφός του και τρέφεται από μέλισσες.
Μεγαλώνοντας γρήγορα το παιδί έγινε γενναίος άντρας, κυβέρνησε πολλούς κατοίκους της περιοχής και ίδρυσε μια πόλη στην Φθία, την οποία ονόμασε Μελιταία. Στην πόλη αυτή, μεθυσμένος απ’ την εξουσία, έγινε τύραννος και αλαζόνας, τον οποίο οι μεν ντόπιοι ούτε καν τον κατονόμαζαν, οι δε ξένοι τον αποκαλούσαν Τάρταρο. Όταν κάποια κοπέλα ξεχώριζε για την ομορφιά της, την έπαιρνε με τη βία, πριν από το γάμο της. Κάποτε, λοιπόν, διέταξε τους υπηρέτες του να του φέρουν την Ασπαλίδα, την κόρη του Αργαίου, ενός από τους επιφανείς άνδρες της πόλης.
Η κοπέλα, μόλις το έμαθε, κρεμάστηκε πριν φτάσουν οι απεσταλμένοι του Μελιτέα. Ο Αστυγίτης, αδελφός της Ασπαλίδας, ορκίστηκε ότι πρώτα θα τιμωρήσει τον τύραννο και μετά θα κατεβάσει το σώμα της αδερφής του. Αφού φόρεσε ρούχα της Ασπαλίδας και έκρυψε ξίφος στο αριστερό πλευρό του, δεν έγινε αντιληπτός, επειδή έμοιαζε με παιδί. Μπήκε στο παλάτι του τυράννου και τον σκότωσε καθώς ήταν άοπλος και αφύλακτος. Οι Μελιταιείς τον μεν Αστυγίτη στεφάνωσαν και τίμησαν με παιάνες, το δε σώμα του τυράννου το πέταξαν στο ποτάμι, το οποίο από εκείνη την εποχή αποκαλούν Τάρταρο. Το σώμα τις Ασπαλίδας με τη θέληση των θεών εξαφανίστηκε και στη θέση του εμφανίστηκε ένα ξόανο, δίπλα σε αυτό της Άρτεμης. Οι ντόπιοι το ονόμασαν Άρτεμη Αμειλήτη Εκαέργη, και προς τιμήν του κάθε χρόνο οι κοπέλες της πόλης θυσίαζαν μια κατσίκα που δεν είχε γεννήσει, γιατί και η Ασπαλίδα ήταν παρθένα όταν απαγχονίστηκε».
Η ισχυρά οχυρωμένη Μελιταία, με ψηλά τείχη πάχους 3,80μ. περίπου, είχε ως χώρα μια αρκετά μεγάλη έκταση, η οποία κάλυπτε περίπου 462 τετραγωνικά χιλιόμετρα, τα όρια της οποίας είναι γνωστά με αρκετή ακρίβεια χάρη στις επιγραφικές μαρτυρίες. Η πόλη χωριζόταν με εσωτερικό τείχος σε άνω και κάτω πόλη και στο ανώτερο σημείο της δέσποζε η ακρόπολη, περίπου 180μ. πάνω από την πεδιάδα. Πάνω στην ακρόπολη (στα ΝΑ του σημερινού χωριού), αποκαλύφθηκε το Ασκληπιείο που χρονολογείται στο τελευταίο τετάρτο του 4ου αι. π.Χ. Επίσης στην πόλη λατρευόταν η θεά Αρτέμιδα Ενοδία, προστάτιδα των δρόμων και των παρθένων. (Πηγή: Βασίλειος Καραχρήστος, Ιστορικός – Msc Αρχαιολόγος Α.Ι.Θ.Σ.)
ΙΙΙ. Από την Γη στον Ουρανό
Σκύφος από τις αρχαίες Αλές κοντά στον Θεολόγο της Λοκρίδας Φθιώτιδας και πιο συγκεκριμένα από το ιερό της Αθηνάς Σωτήρος στην ακρόπολη της αρχαίας πόλης. Το αγγείο χρονολογείται γύρω στο 625 πΚΕ. και η διακόσμησή του αποτελείται από έναν ταύρο, ένα φίδι, ένα λαγό ή μικρό σκυλάκι, ένα μεγάλο σκύλο, ένα σκορπιό, ένα δελφίνι και το μπροστινό μισό ενός λιονταριού ή πιθανώς ενός πάνθηρα.
Σύμφωνα με τον μελετητή του αγγείου αποτελεί μια από τις πρώτες απεικονίσεις αστερισμών. Ο ταύρος αναπαριστά τον αστερισμό του Ταύρου, το φίδι τον αστερισμό της Υδρας (και όχι τον αστερισμό του Όφεως ή του Δράκοντα που συνδέονται άμεσα με το ερπετό). Ο λαγός αντιστοιχεί στον αστερισμό του Λαγωού, ο σκύλος στον αστερισμό του Μεγάλου ή Μικρού Κυνός, ο σκορπιός στον αστερισμό του Σκορπιού, το δελφίνι στον αστερισμό του Δελφινιού και το λιοντάρι στον αστερισμό του Λέοντα. Πιθανόν επίσης να πρόκειται για ένα μικρό και ένα μεγάλο σκύλο που εικονίζουν αντίστοιχα τον αστερισμό του Μικρού και Μεγάλου Κυνός. Άλλος ένας λόγος που τιμούνταν οι σκύλοι στην Αρχαία Ελλάδα ήταν η σύνδεσή τους με τα επουράνια μέσω των αστερισμών και ιδιαίτερα με τον Σείριο, το λαμπρότερο αστέρι του νυχτερινού ουρανού. 
Σκύφος από τις αρχαίες Αλές κοντά στον Θεολόγο της Λοκρίδας Φθιώτιδας και πιο συγκεκριμένα από το ιερό της Αθηνάς Σωτήρος στην ακρόπολη της αρχαίας πόλης. Το αγγείο χρονολογείται γύρω στο 625 πΚΕ. 

Τα ζώα συμβολίζουν τους αστερισμούς και αυτοί με τη σειρά τους τις εποχές του έτους. Ο ταύρος και πιθανώς κάποια ζώα που απεικονίζονταν στο χαμένο μέρος του σκύφου συμβολίζουν το φθινόπωρο, το φίδι, ο λαγός και ο σκύλος τον χειμώνα, ο σκύλος (ξανά) και ο σκορπιός την άνοιξη, το δελφίνι και το λιοντάρι το καλοκαίρι. Το σημείο στο οποίο βρέθηκε ο σκύφος υποδεικνύει ότι αποτελούσε αντικείμενο που χρησιμοποιούνταν στον ναό.

Οι Λοκροί ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην κεντρική Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, στα δυτικά κατοικούσαν οι Εσπέριοι ή Οζόλες Λοκροί, σε μια περιοχή η οποία βρισκόταν στους σημερινούς νομούς Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας. Στα ανατολικά («Εώα Λοκρίς») κατοικούσαν στην περιοχή του σημερινού νομού Φθιώτιδας. Αυτοί με την σειρά τους χωρίζονταν σε Λοκρούς Οπούντιους (σ’ αυτούς δηλαδή που είχαν μητρόπολη τον Οπούντα) και Λοκρούς Επικνημίδιους (που ονομάζονταν έτσι από το βουνό πλάι στο οποίο ζούσαν, την Κνημίδα, με κυριότερη πόλη το Θρόνιο), αλλά, γενικά, δεν συνήθιζαν να τους διαχωρίζουν καθώς ήταν ενωμένοι σε κοινό με πρωτεύουσα την πόλη Οπούς. Επίνειο της πρωτεύουσας αποτελούσε ο Κύνος (σημερινές Λιβανάτες), απέναντι από την Αιδηψό. Στον Κύνο λέγεται ότι έζησε ο Δευκαλίων και εκεί υπάρχει ο τάφος της γυναίκας του Πύρρας. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Πάτροκλος ήταν από τον Οπούντα (σημερινή Αταλάντη). Κοντά στον Μαλιακό κόλπο ήταν η Αλωπή (συνώνυμη με αυτή της Οζολίας Λοκρίδας) . Ανάμεσα στις πόλεις της Οπούντιας Λοκρίδας συναντάμε και την Βουμελιταία.
Ο μύθος λέει ότι ο γενάρχης, βασιλιάς και επώνυμος ήρωας της φυλής Λοκρός ρώτησε το μαντείο και πήρε χρησμό κατά τον οποίο έπρεπε να εγκατασταθεί εκεί όπου θα «δαγκωνόταν από ξύλινο σκύλο». Μόλις έφθασε στις δυτικές πλαγιές του Παρνασσού, ο Λοκρός τρυπήθηκε από αγκάθι μιας άγριας τριανταφυλλιάς. Καταλαβαίνοντας το νόημα του χρησμού, εγκαταστάθηκε εκεί και ονόμασε τη χώρα «Λοκρίδα». 

Ο Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδα για τους Οπούντιους ότι πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο με 40 καράβια και τέσσερις χιλιάδες πολεμιστές. Το όνομα Οζολοί Λοκροί, σύμφωνα με τον Παυσανία, προερχόταν από το ρήμα όζω που σημαίνει μυρίζω άσχημα επειδή κατά μία εκδοχή δεν φορούσαν ενδύματα από ύφασμα αλλά προβιές ζώων. Από τον Θουκυδίδη θεωρούνταν ως ημι-βάρβαροι όπως οι Αιτωλοί και οι Ακαρνάνες. Συχνά επίσης αναφέρονται και ως Εσπέριοι. Άλλες εκδοχές σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν ότι ο Νέσσος, ο πορθμεύς του Εύηνου, πληγώθηκε από τον Ηρακλή και κατέφυγε πληγωμένος στην χώρα των Εσπερίων Λοκρών όπου πέθανε χωρίς να ταφεί και έβγαζε μια άσχημη οσμή. Ότι οι αναθυμιάσεις από το νερό ενός ποταμού ανέδιδαν άσχημη οσμή – πιθανόν να οφειλόταν σε θειούχα λουτρά, καθώς οι ιαματικές πηγές αφθονούσαν στην περιοχή.

Η σεισμικότητα της περιοχής και οι πολλές θερμές πηγές συνδέουν κυρίως την Επικνημίδια Λοκρίδα με τον κορυφαίο ήρωα και ημίθεο των Ελλήνων, τον Ηρακλή. Κέντρο της λατρείας του ήταν η Οίτη, το ιερό βουνό των Λοκρών που υψωνόταν πάνω από την Κνημίδα. Σύμφωνα με το μύθο ο Ηρακλής μετά από κάθε άθλο πήγαινε σε ιαματικές πηγές προκειμένου να γιατρέψει τις πληγές του. Για το λόγο αυτό οι Έλληνες αφιέρωναν βωμούς στον Ηρακλή κοντά σε ιαματικές πηγές, όπως ο βωμός που ανακαλύφτηκε το 1937 και είναι λαξεμένος σε βράχο στους πρόποδες της Κνημίδας, τετρακόσια περίπου μέτρα ΝΔ των ιαματικών πηγών στα Καμμένα Βούρλα. (Πηγή: https://www.enlokrois.gr/o-topos-mas/ )
Άλλη πιθανή εξήγηση που αναφέρει ο Παυσανίας ήταν ότι στην περιοχή φύτρωνε άφθονος ασφόδελος. Και τέλος, ότι όταν η σκύλα του βασιλιά των Λοκρών Ορυσθέως, γέννησε ξύλο αντί για σκύλο, εκείνος το έμπηξε στη γη και την άνοιξη από αυτό φύτρωσε κλήμα αμπέλου. Από τους όζους του κλήματος προήλθε το όνομα των Οζολών. (Εδώ έχουμε και σύνδεση του σκύλου με το δώρο της αμπέλου και την χθόνια θεότητα του Διονύσου). Σύμφωνα με τους Λοκρούς οι ίδιοι ήταν το πρώτο φύλο που ονομάστηκαν Έλληνες, από τον ομώνυμο γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, οι οποίοι κατάγονταν από την Οπουντία Λοκρίδα.
Και κάπως έτσι, επιστρέφοντας στις μυθολογικές πηγές της καταγωγής των Ελλήνων, κλείνει η σημερινή μας περιπλάνηση στις ξεχασμένες πολιτείες της Πελασγικής Θεσσαλίας, λεβεντογέννας πατρίδας των Μυρμιδόνων του Αχιλλέα, Αλωπεκιδομάνας και όπως είδαμε, προπύργιου των Μελιταίων στην βαλκανική χερσόνησο του Ελληνικού πολιτισμού.
Μακάρι να αποδειχτούν κάποιοι τουλάχιστον από τους σημερινούς κάτοικους της αντάξιοι της κληρονομιάς τους, και να μην αφήσουν να χαθεί από τον τόπο τους ο ζωντανός θησαυρός της, τα δώρα της φύσης, οι πανάρχαιοι επίκουροι των θεών και των ανθρώπων, οι αξιότιμοι και πανάξιοι ελληνικοί μας σκύλοι.